Alors, c’est la guerre (Έτσι, αυτό είναι πόλεμος)
ΛΙΓΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΟΥ ''ΟΧΙ''...:
Αυτή υπήρξε βεβαίως η ακριβής (βαθύτατα ποιητική και μεγαλειωδώς ανατριχιαστική) διατύπωση της τελευταίας μεγάλης άρνησης που ειπώθηκε από επίσημο στόμα στον ελλαδικό χώρο και την οποία τιμήσαμε πάλι (θεωρητικά τουλάχιστον) πριν από λίγες ημέρες.
Και αυτή ήταν η ακριβής απαρχή του έπους που έγραψε με το αίμα της η τελευταία γενιά Ελλήνων που υπήρξε στην Ιστορία. Ακριβώς δηλαδή λίγο πριν την έναρξη της τελικής φάσης της οριστικής τους μετάλλαξης…
Αυτό το γεγονός, το αίμα που συνολικά χύθηκε τότε επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια, ήταν η τελευταία πράξη αντιστάσεως του πάλαι ποτέ λαού της αντιστάσεως, το κύκνειο τουτέστιν άσμα του, στη μέση μιας πορείας που είχε βεβαίως δρομολογηθεί αρκετά πριν.
Μιας πορείας εκποιητικού εκσυγχρονισμού και εκπολιτιστικής εκπόρνευσης. Η τελευταία του πράξη, λίγο πριν υποταχτεί εκουσίως και καθ’ ολοκληρίαν πια στα σκουπίδια.
Επτά δεκαετίες πλέον αργότερα, απομείναμε παραδομένοι στην παρακμή και την ασυναρτησία, τυφλοί και αμνησιακοί, να ακούμε λόγια για έργα του παρελθόντος, που δείχνουν να είναι όμως πια πολύ μακριά από μας, ώστε να μπορούν να μάς αγγίξουν.
Πώς να ακουστεί δηλαδή πια στ’ αυτιά σου η λέξη «αυταπάρνηση» στους καιρούς της απόλυτης αποθέωσης του ψυχωτικού ατομοκεντρισμού;
Και πώς ν’ ακουστεί στους καιρούς της βαριάς κατάθλιψης η λέξη «ηρωισμός»;
Ή στους καιρούς του υστερικού μηδενισμού η λέξη «πίστη»;
Νευρωτικά υποχείρια πλέον του Τίποτε, κενά και θλιβερά σαρκία, που απέμειναν να περιφέρονται δίχως νόημα και σκοπό και να προσκυνούν ειδωλόθυτα. Μία άχρωμη, συρφετώδης και βαθέως υπνώττουσα ανθρωπομάζα, που κατ’ ουσίαν αναμένει πια μόνο την ώρα που ως σκέτος χους εις σκέτον χουν απελεύσεται – και που το μόνο όνειρο που της απέμεινε πλέον είναι να διατηρήσει, παντί τω τρόπω και παντί τω τιμήματι, για λίγο ακόμη μέσα σε μια τελευταία ψευδαίσθηση απατηλής χλιδής το πανάθλιο σαρκίο της…
Και βέβαια,
ακόμη κι αν κάτι πάει κάποια στιγμή ν’ αναρριπίσει μέσα σου, αυτός ο τόπος πια δεν το αφήνει. Αυτός ο τόπος, που εδώ και πολλά χρόνια τον λυμαίνονται γονυκλινείς ριψάσπιδες, τρομαγμένες απ’ τον ίδιο τους τον ίσκιο πολιτικές καρικατούρες, πλανεμένοι ιεράρχες, πουλημένα δημοσιογραφούντα τομάρια και γραικύλοι ψευτοκουλτουριάρηδες, σε τραβάει πια συνεχώς προς τα κάτω, δεν σε αφήνει να ξαναβγείς στο φως.
Με την τεχνητή εμπλοκή στα αγχωτικά γρανάζια του αδυσώπητα μειούμενου μεροκάματου, με την απειλή της οικονομικής κατάρρευσης, με τον ανελέητο φασισμό του μνημονιακού μονόδρομου, με τη χυδαία ηλιθιότητα των βοθροκάναλων, με τη φασιστική ιδεολογική τρομοκρατία μιας ψευδεπίγραφα προοδευτικής και μηδενιστικής πλέμπας, που εξεμεί τη φωταδιστική της υστερία ενάντια σε κάθε τι το αυτονόητο και εκσπερματώνει χύδην πάνω σε κάθε τι το αυθεντικό.
Αυτός ο τόπος πια έχει ταχθεί για να σε βουλιάζει, κάθε μέρα που περνάει όλο και πιο πολύ, μέσα στα αφόρητα και βρωμερά περιττώματά του…
Αλλά και γιατί άραγε να μην είναι έτσι; Γιατί δηλαδή ετούτο το βύθιο σύγχρονο μικροελλαδίτικο Μηδέν θα έπρεπε να έχει να επιδείξει κάτι καλύτερο στη θλιβερή βιτρίνα του;
Αφήστε τώρα τους λίγους που – κόντρα στη λογική και το ρεύμα των Καιρών – μπορούν και μας κρατάνε ακόμα στη ζωή, ζώντας αυτεξουσίως οι ίδιοι σε κάποιες «φυλακές», ως ελεύθεροι και ωραίοι.
Εγώ σας μιλώ για τη βιτρίνα.
Τοιούτοι λοιπόν έπρεπον ημίν και εκκοσμικευμένοι κληρικοί και προδότες πολιτικοί και φονιάδες γιατροί και ανελλήνιστοι καθηγητές και κλέφτες έμποροι και μεγαλοαπατεώνες εργολάβοι.
Ανύπαρκτοι συλλήβδην επί ανυπάρκτων και μηδενικά επί μηδενικών και σκύβαλα επί σκυβάλων.
Πού το παράξενο δηλαδή; Σαρξ εκ της σαρκός ημών – όλοι τους.
Τρεις συνεχόμενες γενεές εκμαυλισμένων ελληνέζων ώδινον – και είναι κάμποσα χρόνια τώρα που φυσιολογικά πλέον γεννοβολούν, εξεμώντας και εκβάλλοντας τα ποικιλόμορφα εκτρωματικά τους κυήματα προς κάθε δυνατή κατεύθυνση.
Alors, c’est la guerre. Τότε λοιπόν, πόλεμος.
Πάντοτε ανατριχιαστικά μεγαλειώδες, κενό πλέον ωστόσο, φοβάμαι, παντός νοήματος. Και αν πάντως δεν είναι, απομένει να αποδειχθεί.
Προς τα πού όμως να το ξαναπρωτοπείς επτά δεκαετίες αργότερα, επτά ολόκληρες δεκαετίες αλαλάζουσας βλακείας, εξουθενωτικής αμνησίας και έρπουσας υποταγής;
Επτά ολόκληρες δεκαετίες, που μάθαμε μονάχα να μηρυκάζουμε ενδοτισμούς και κρετίνικες ονειρώξεις ευμάρειας ή να ψιθυρίζουμε μιθριδατικά «δε βαριέσαι» και «δεν πειράζει»;
Πώς να ξαναπείς τελικά κάτι τόσο αυτονόητο ίσως, που όμως πολύ απλά πρέπει να το φωνάξεις, γιατί από την ίδια του τη φύση ασφαλώς δεν μπορεί να προφερθεί δια ψιθυρισμού;
Ναι, εμείς είμαστε εδώ, πάντα στις επάλξεις μας, έτοιμοι να δώσουμε την τελευταία ικμάδα μας στην προσπάθεια να σαλπίσουμε έναν νέο ανένδοτο, ένα αγώνα αναγέννησης και ανασύνθεσης, στην τελευταία ίσως ιστορική ευκαιρία που μάς απέμεινε στο χείλος κυριολεκτικά του γκρεμού, εκεί όπου καραδοκεί ο οριστικός αφανισμός μας.
Ταυτόχρονα όμως είναι πάντα εδώ και οι Μήδοι – και επιχειρούν να διαβούνε.
Βρίσκονται έξω από τα σύνορα, βρίσκονται εντός των τειχών, βρίσκονται και μες στους ίδιους τους εαυτούς μας.
Έχει απομείνει άραγε κάποιο γονίδιο ζωντανό, κάποια έστω απλή ανάμνηση, από εκείνη τη στερνή γενιά των αυθεντικών Ελλήνων;
Ν. Δαπέργολας