Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συμβιβασμοί στο δρόμο για τη διαχείριση της εξουσίας
ΤΟ ΣΥΓΧΥΣΜΕΝΟ ΚΟΠΑΔΙ
ΚΑΙ Η «ΑΡΙΣΤΕΡΑ» ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΒΟΣΚΟΣ
Δημοσιεύθηκε στην κυριακάτικη
αντιμνημονιακή εφημερίδα
«Το Χωνί» στις 17 Μαρτίου 2013
Κατά τον Max Weber, «πολιτική είναι ο αγώνας για την κατάκτηση ή τη διανομή της εξουσίας… για τη νομή των δημοσίων θέσεων» (Η πολιτική ως επάγγελμα). Και, ακριβώς, επειδή πρόκειται για «κατάκτηση», εκφράζεται με στρατιωτικούς όρους (προεκλογική εκστρατεία, εκλογική μάχη,μονομαχία, διαξιφισμοί, κ.α.), και διεξάγεται με πανούργα και δόλια μέσα (εξ’ ου και η χρήση των όρων πολιτικό παιχνίδι, κανόνες του παιχνιδιού, κ.α.).
Όπως προκύπτει από την εμπειρική παρατήρηση των κομματικών συμπαρατάξεων που ανταγωνίζονται για τη νομή των προνομίων της εξουσίας σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, η εξέλιξή τους ακολουθεί λίγο-πολύ σταθερά, τέσσερα στάδια:
● Στο πρώτο στάδιο, ένα κόμμα εμφανίζεται ως κίνηση στις παρυφές της πολιτικής σκηνής χωρίς κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
● Στο δεύτερο στάδιο, εάν ευνοηθεί από τις συνθήκες και βρει απήχηση σε ένα μέρος του εκλογικού σώματος, αποκτά μικρή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, η οποία του δίνει τη δυνατότητα να απευθυνθεί σε ένα ακροατήριο εθνικής εμβέλειας.
Από τη χρήση αυτής της δυνατότητας (σε συνδυασμό με την ύπαρξη ευνοϊκών συνθηκών και τη δημαγωγική ικανότητα της ηγεσίας της) θα εξαρτηθεί το εάν θα καταφέρει να αποσπάσει ένα σημαντικό τμήμα ψηφοφόρων ή εάν θα καταλήξει να υφίσταται ως θνησιγενές πολιτικό μόρφωμα. Εάν τα καταφέρει, εισβάλλει θεαματικά στο τρίτο στάδιο της εξέλιξής της.
● Στο τρίτο στάδιο, το πρώην περιθωριακό κόμμα μπαίνει σε τροχιά διεκδίκησης της διαχείρισης της εξουσίας. Στη διάρκειά του επιτελούνται οι εσωτερικές ζυμώσεις και οι εξωτερικές διεργασίες που διασφαλίζουν τους συμβιβασμούς του με τα εξωθεσμικά κέντρα της (πραγματικής) εξουσίας, πράγμα που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να του ανοιχθεί ο δρόμος προς τη διαχείριση της εξουσίας, όντας έτοιμο να λειτουργήσει με βάση τη αρχή «εάν θέλουμε τα πράγματα να μείνουν όπως είναι, τότε πρέπει ν’ αλλάξουν». (Τζουζέπε ντι Λαπεντούζα: Ο γατόπαρδος)
● Στο τέταρτο στάδιο, αναλαμβάνει τη διαχείριση της εξουσίας.
Όπως γίνεται αντιληπτό, το τρίτο στάδιο αποτελεί την κρισιμότερη φάση στην εξέλιξη κάθε κόμματος που στοχεύει στη διαχείριση της εξουσίας. Σ’ αυτό το στάδιο εξελίσσονται δύο παράλληλες διεργασίες:
1) Στο εσωτερικό του κόμματος διεξάγεται ένας λυσσαλέος αγώνας από την «αυλή» του «ηγέτη» του ενάντια σε κάθε έκφανση εσωτερικής αντιπολίτευσης, με στόχο να επιβληθεί ως απόλυτος κυρίαρχος του χώρου.
Σ’ αυτή τη φάση, η ηγετική «αυλή» αρχικά συμπράττει με μια πτέρυγα της εσωκομματικής αντιπολίτευσης και εξουδετερώνει μια άλλη (π.χ. συμμαχεί με τη «δεξιά» πτέρυγα και εξοντώνει την «αριστερά») και, εν συνεχεία, συμμαχείμε τα συμβιβασμένα υπολείμματα της ηττημένης πτέρυγας και εξουδετερώνει την πρώην σύμμαχό της, με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται σε απόλυτο κυρίαρχο του παιχνιδιού.
Πρόκειται για μια μεθοδολογία που εφαρμόζεται σταθερά από την ηγετική ομάδα κάθε κόμματος που μπαίνει σε τροχιά διαχείρισης της εξουσίας.
2) Στο εξωτερικό του κόμματος, πολλαπλασιάζονται οι κατάλληλες επαφές μέσα και έξω από τη χώρα ώστε να διασφαλιστούν τα αντιστηρίγματα που είναι αναγκαία για να δοθεί το «πράσινο φως» στους υποψήφιους διαχειριστές της εξουσίας.
Παραδείγματα: Από τον Στάλιν στον Παπανδρέου και τη Μέρκελ
Ο Στάλιν, αμέσως μετά τη επιβολή του ως γενικός γραμματέας του μπολσεβίκικου κόμματος το 1924, συμμάχησε με τη «δεξιά» πτέρυγα του κόμματος (Κάμενεφ, Ζηνόβιεφ, Μπουχάριν) και εξουδετέρωσε την «αριστερή» πτέρυγα (Τρότσκι, Πρεομπραζένσι, κ.α) και, εν συνεχεία, συνέπραξε με τα συμβιβασμένα υπολείμματα της ηττημένης «αριστερής» πτέρυγας και εξόντωσε τη δεξιά, επιβαλλόμενος ως μοναδικός και απόλυτος κυρίαρχος της εξουσίας, μέσα από μια διαδικασία που διήρκεσε 5 περίπου χρόνια.
Ανάλογη ήταν η μεθόδευση που εφάρμοσε ο Μουσολίνι (σ΄ ένα εσωκομματικό αγώνα που διάρκεσε λίγο περισσότερο απ΄ αυτό του μπολσεβίκου ομοτέχνου του) και ο Χίτλερ, ο οποίος διαφοροποιήθηκε από τους δύο προαναφερόμενους κατά το ότι εφάρμοσε την ίδια μέθοδο με διαφορετική σειρά: πρώτα απαλλάχθηκε από τη «δεξιά» του και, συνέχεια, από την «αριστερά» του (με τελική πράξη την φυσική εξόντωση του Ερνστ Ρεμ και των επιτελών του στα S.A. κατά τη «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών» το 1934).
Για να μεταφερθούμε στην εποχή μας και στα καθ’ ημάς, η ίδια μέθοδος χρησιμοποιήθηκε από όλους τους κομματικούς ηγέτες της μεταπολεμικής περιόδου, μεταξύ των οποίων κορυφαίος υπήρξε ο Ανδρέας Παπανδρέου που, όταν διαπίστωσε ότι τα ποσοστά που κέρδισε κατά τη δεύτερη μεταπολιτευτική αναμέτρηση μπορούσαν να τον βάλουν σε τροχιά εξουσίας, χρησιμοποίησε την «αριστερή» πτέρυγα του κόμματος του για να εξουδετερώσει τη «δεξιά» (που προέρχονταν από τον κεντρώο χώρο, τη Δημοκρατική Άμυνα και τις Νέες Δυνάμεις) και, εν συνεχεία, χρησιμοποίησε τα συμβιβασμένα υπολείμματα της «δεξιάς» πτέρυγας για να εξοντώσει τη «αριστερά» (που, σημειολογικά, εκφράστηκε με τη αποκαθήλωση των πορτραίτων του Μαρξ, του Τσε και του Βελουχιώτη από τα γραφεία του κόμματός του). Έτσι, μέσα σε 5 χρόνια (1975-1980), ο Α. Παπανδρέου, απόλυτος κυρίαρχος του εσωκομματικού παιχνιδιού, είχε την άνεση να προχωρήσει στους συμβιβασμούς, τις ανομολόγητες συμφωνίες και τις δεσμεύσεις απέναντι στα οικονομικά και μιντιακά κέντρα εξουσίας, που του άναψαν το «πράσινο φως» για την ανάληψη της εξουσίας το 1981.
Από κει και πέρα, η εξέλιξή του ακολούθησε την «φυσιολογική» -για κάθε κομματική «οικογένεια» που της ανατίθεται η διαχείριση της εξουσίας: Με την επίκληση της «καμένης γης» που παρέλαβε από την προηγούμενη κυβέρνηση (τυπική και στερεότυπα επαναλαμβανόμενη δικαιολογία όλων των νέο-αναρριχόμενων στη διαχείριση της εξουσίας), (α) δικαιολόγησε την πλήρη αναντιστοιχία ανάμεσα στις προεκλογικές του εξαγγελίες (που εγκαταλείφθηκαν) και στη διαχειριστική πολιτική που εφάρμοσε (η οποία προέκυπτε από τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει απέναντι στα εξω-θεσμικά κέντρα εξουσίας στο εσωτερικό και το εξωτερικό). Και (β) πέρασε με μεγάλη άνεση και άνευ αντιδράσεων από τη δημαγωγική διπλή άρνηση «Όχι στην ΕΟΚ - όχι στο ΝΑΤΟ» που εκφραζόταν με το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο Συνδικάτο» στην εξουσιαστικά ρεαλιστικότερη διπλή κατάφαση «Ναι στην ΕΟΚ – Ναι στο ΝΑΤΟ».
Το ίδιο μοντέλο με κάποιες παραλλαγές ακολούθησε στη Γερμανία και η παλαιο-κομμουνίστρια Ανγκελα Μέρκελ η οποία,αφού εξουδετέρωσε τον μέντορά της Χέλμουτ Κολ με ένα πισώπλατο κτύπημα στις 22 Δεκεμβρίου 1999 και τον υποψήφιο διάδοχό του Βολφγανγκ Σόϊμπλε με την αποκάλυψη της εμπλοκής τους σε οικονομικά σκάνδαλα που αφορούσαν τις αφανείς χρηματοδοτήσεις του κόμματός τους, υιοθέτησε το πολιτικό πρόγραμμα των Σοσιαλδημοκρατών «Αντζέντα 2010» (αφήνοντας τις παραδοσιακές ηγετικές ομάδες στο εσωτερικό της χριστιανοδημοκρατίας, όσο και τους σοσιαλδημοκράτες να αιωρούνται σ’ ένα προγραμματικό κενό) και, μετά, εγκολπώθηκε την πολιτική των Πράσινων για την πυρηνική ενέργεια (στερώντας τους τον πυρήνα του πολιτικού τους προγράμματος). Έτσι, η «λύκαινα του Βερολίνου» αναδείχθηκε σε μοναδικό ρυθμιστή του παιχνιδιού τόσο στο χώρο της χριστιανοδημοκρατίας όσο και στην εθνική και κατ’ επέκταση) στην ευρωπαϊκή πολιτική.
Και ο ΣΥΡΙΖΑ;
Μετά τις εκλογές στις 17 Ιουνίου 2012, η συγκυρία εκτόξευσε τον ΣΥΡΙΖΑ (ένα κόμμα που, μονίμως, πάσχιζε να ξεπεράσει το εκλογικό όριο για να έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση) στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με ποσοστά που τον έθεταν σε τροχιά εξουσίας.
Τα αποτελέσματα των εκλογών (με τη βοήθεια ενός ληστρικού εκλογικού συστήματος που παρέχει 50 έδρες μπόνους στα «golden boys» της δικομματικής κλεπτοκρατίας της μεταπολίτευσης, κατ’ αναλογία με τα «golden boys» του πτωχευμένου κερδοσκοπικού χρηματοπιστωτικού συστήματος στην υπηρεσία του οποίου βρίσκονται οι παπατζήδες επαγγελματίες -κληρονομικώ δικαίω- πολιτικοί) δεν επέτρεψαν τον άμεσο σχηματισμό κυβέρνησης από ένα μπλοκ αντι-μνημονιακών δυνάμεων, το οποίο θα ήταν υποχρεωμένο εκ των πραγμάτων να κάνει αμέσως πράξη τις βασικότερες προεκλογικές του εξαγγελίες, επί ποινή αφανισμού του (γιατί ό,τι κερδίζεται εύκολα, μπορεί εξίσου εύκολα να χαθεί).
Αυτό, έδωσε στο κόμμα που προαλειφόταν να μπει σε τροχιά εξουσίας τον απαραίτητο χρόνο ώστε να αρχίσουν και να ολοκληρωθούν:
1) Στο εσωτερικό του κόμματος, οι συγκρούσεις που θα απαλλάξουν την ηγετική του ομάδα από τα στοιχεία που θα μπορούσαν να φρενάρουν την οβιδιακή μεταμόρφωσή του σε μια «ρεαλιστική» κατεύθυνση (πράγμα που σημαίνει «αλλαγή πλεύσης» σε σχέση με τις προεκλογικές δεσμεύσεις τους).
Εάν είναι σωστή αυτή η προσέγγιση, ο «ολίγος» κ. Τσίπρας και η αυλή του (που συσπειρώνεται γύρω του με βιοποριστικά κριτήρια, πρωτίστως) σε μια πρώτη φάση, θα χρησιμοποιήσει τους «συντηρητικούς» που ορέγονται τα προνόμια της εξουσίας για να εξουδετερώσει τους «ριζοσπάστες» και, εν συνεχεία, θα χρησιμοποιήσει τους κομματικά εξουδετερωμένους και συμβιβασμένους «ριζοσπάστες» για να αδρανοποιήσει τους «συντηρητικούς» ομότεχνούς τους, με τρόπο ώστε να επιβληθεί ως απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού. (Εάν αυτή η προσέγγιση είναι σωστή, τότε ο κ.Λαφαζάνης και οι ομοϊδεάτες του, ως υποψήφια πρώτα θύματα, θα πρέπει να αρχίσουν να βλέπουν εφιάλτες).
[Σημείωση: Ο χαρακτηρισμός «ολίγος» για τον κ. Τσίπρα αφορά τις ολοφάνερες ανεπάρκειές του σε γνώση και καλλιέργεια που θα του επέτρεπε να έχει μια πειστική τοποθέτηση σε μείζονα ζητήματα της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας (όπως π.χ. οι αφελείς θέσεις του για τον κατ’ ευφημισμό αποκαλούμενο «εθνάρχη») και δεν ενέχει καμιά πρόθεση σύγκρισης με τους «ολίγιστους» προκατόχους του διαχειριστές της εξουσίας με κορυφαίο ανάμεσά τους τον ανύπαρκτοΓ.Α. Παπανδρέου, ανεκδοτολογικώ δικαίω «καθηγητή» (!!!) στο Χάρβαρντ, το Κολούμπια και, ένας θεός ξέρει πού αλλού].
2) Στο εξωτερικό του κόμματος, πολλαπλασιάζονται οι κατάλληλες επαφές μέσα και έξω από τη χώρα ώστε να διασφαλιστούν τα αντιστηρίγματα που είναι αναγκαία για να δοθεί το «πράσινο φως» στους υποψήφιους διαχειριστές της εξουσίας (αιτήσεις για ακρόαση από τους δυνάστες της χώρας -όπως ο κ. Σόϊμπλε-, εγκωμιαστικές αναφορές στον Κέινς, τον Ρούζβελτ, τον Ομπάμα και άλλους -το έργο των οποίων «γνωρίζει» εξ’ ακουσμάτων- γαρνιρισμένα με «ολίγη» από Λατινική Αμερική και Τσάβες και άλλα ευτράπελα).
3) Σ’ αυτή τη φάση είναι αποκαλυπτικές οι ποικίλες μεταμορφώσεις της γλώσσας που χρησιμοποιείται ως δηλωτικό του συμβιβασμού:
Η κατηγορηματική διαβεβαίωση «θα καταργήσουμε τα Μνημόνια με ένα και μόνο νόμο» παραχωρεί τη θέση της στο «θα επαναδιαπραγματευτούμε με τους δανειστές μας τους όρους», και το «θα αποκαταστήσουμε αμέσως τα εργατικά δικαιώματα, τις συλλογικές συμβάσεις και τον κατώτατο μισθό» αντικαθίσταται από το «θα τα αποκαταστήσουμε βαθμιαία και με βάση την αναπτυξιακή πορεία της χώρας».
Κι όλα αυτά θα εξαρτηθούν από το «τι θα παραλάβουμε» (λες και ότι ο «ευφυής» προεδρικός βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ που επαναδιατυπώνει μ’ αυτό τον τρόπο την άθλια δικαιολογία της «καμένης γης» που προέβαλαν όλοι ανεξαιρέτως οι προκάτοχοί του διαχειριστές της εξουσίας- δεν ξέρει τι θα παραλάβει…)
Προφανώς, ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ (όπως όλοι οι ομότεχνοί τους στο παρελθόν) έχουν συνειδητοποιήσει ότι «ένας πετυχημένος ‘αρχηγός’ πρέπει να έχει την ικανότητα να απορρίπτει την ‘καθαρότητα’ και να απεργάζεται τους συμβιβασμούς και τις συμφωνίες που είναι απαραίτητες προκειμένου να διασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για να του ανοιχθεί ο δρόμος για την ανάληψη της διαχείρισης της εξουσίας» (R. Paxton: Η Ανατομία του Φασισμού, Κέδρος, σελ. 119)
Η ετυμηγορία της ιστορίας
● Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, η «μαζική κοινωνία» (προϊόν της βιομηχανικής «επανάστασης» και των δύο αφανιστικών παγκοσμίων πολέμων) μετάλλαξε τα μεγάλα πολιτικά ρεύματα του 19ου αιώνα. Ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός δεν μπορούσαν να ευδοκιμήσουν ως τέτοιοι στο πλαίσιο της «μαζικής κοινωνίας» και υπέστησαν ριζικές διαφοροποιήσεις.
Ιδιαίτερης έντασης ήταν η μετάλλαξη της αριστεράς, η οποία αντιμετώπισε επιπροσθέτως και την «πρώτη πραγμάτωση του κομμουνισμού», με τη μορφή του μπολσεβίκικου ολοκληρωτισμού, ο οποίος μεταμόρφωσε ένα όνειρο σε ατέλειωτο εφιάλτη.
● Στην αυγή του 21ου αιώνα, η «παγκοσμιοποίηση» κονιορτοποίησε αυτά τα πολιτικά ρεύματα και τα μετέτρεψε σε διαχειριστικά εργαλεία της εξαθλίωσης των κοινωνιών τους.
Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, όλοι οι διαχειριστές της εξουσίας, ανεξάρτητα από τα ιδεολογικά κουρέλια που καλύπτουν τη γύμνια τους, φρόντιζαν να διασφαλίζουν την παρασιτική ύπαρξή τους με βάση την αρχή «εάν θέλουμε τα πράγματα να μείνουν όπως είναι, τότε πρέπει ν’ αλλάξουν» (Τζουζέπε ντι Λαπεντούζα: Ο γατόπαρδος).
Και, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι θα εξακολουθήσουν να το κάνουν, όσο τους το επιτρέπουμε.
Κλεάνθης Γρίβας