ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ ;
«Η ελευθερία δεν απειλείται μόνο από καθεστώτα ολοκληρωτικά ή αυταρχικά αλλά, με πιο ύπουλο τρόπο και ίσως επικίνδυνο, από την εξαφάνιση της κριτικής, της σύγκρουσης, την εξάπλωση της αμνησίας, της ασημαντότητας και την αυξανόμενη ανικανότητα αμφισβήτησης της θεσμισμένης παράστασης του κόσμου και της ζωής».
Η χώρα βυθίζεται συνεχώς σε μαύρα σκοτάδια. Η μία κυβέρνηση «αμιλλάται» την άλλη σε ανικανότητα. Η πιο επικίνδυνη όμως αποδεικνύεται η παρέα του Α. Σαμαρά, η οποία παρουσιάζεται αδίστακτη και κυνική προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία με κάθε τρόπο. Ο πιο εφικτός αυτή τη στιγμή είναι ο αυταρχικός και ακροδεξιός, ενώ ο εφεδρικός τρόπος είναι η συγκυβέρνηση με το νεοναζιστικό κόμμα, όπως ομολογούν ανοιχτά άτομα της παρέας του Σαμαρά. Το ανησυχητικό είναι πως τα κόμματα της αριστερής αντιπολίτευσης παρουσιάζονται ανίκανα να αξιολογήσουν την κατάσταση, χαμένα στην αντιπολιτευτική λογική, στον βερμπαλιστικό λαϊκισμό, στις εσωτερικές έριδες και προσωπικές φιλοδοξίες, στον στρατηγικό στόχο του σοσιαλισμού ή του κομμουνισμού.
Όμως το πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός πως η ίδια η κοινωνία δεν ενδιαφέρεται για την κατάσταση και έχει αφεθεί στην κομματική προπαγάνδα. Απουσιάζει η θέληση για δημιουργική πολιτική πράξη, η προσπάθεια για κάποια αλλαγή. Η απουσία αυτή στις δραματικές στιγμές που ζούμε λαμβάνει διαστάσεις αντίστοιχες της παρακμής και της χρεοκοπίας, που διέρχεται η νεοελληνική κοινωνία. Αυτή η παρακμή και η χρεοκοπία οφείλονται κυρίως στην άρχουσα τάξη, στην ανικανότητα του πολιτικού συστήματος και των κομμάτων, στην ασυδοσία των ισχυρών κεφαλαιούχων, τραπεζών, επιχειρηματιών, ΜΜΕ. Αυτό δε που επιδιώκεται με την υπαγωγή της χώρας στο ΔΝΤ και την ΕΚΤ από την πολιτική, οικονομική και μιντιακή ελίτ και τα πρωτόγνωρα μέτρα της βίαιης και ανάλγητης νεοφιλελεύθερης επίθεσης δεν είναι η «ανόρθωση της χώρας», αλλά πρώτον, η εξόφληση των δανειστών, δεύτερον, η διάσωση των τραπεζών, των βιομηχανιών, των επιχειρήσεων και των ανωτέρων στρωμάτων και τρίτον, η αποδυνάμωση, ο εκφοβισμός και η τρομοκράτηση των μεσαίων και κατωτέρων στρωμάτων, με σκοπό την ολοσχερή υποταγή τους, την εξουδετέρωση κάθε συλλογικής θέλησης και βούλησης και την όξυνση του ατομικισμού και της ιδιώτευσης.
Η κατάσταση αυτή έγινε δυνατή χάρις
στη συναίνεση του 85% τουλάχιστον των νεοελλήνων ψηφοφόρων στα δύο κόμματα εξουσίας και στην ουσιαστική απουσία τους από την πολιτική σκηνή. Αυτό που ζούμε και θα ζήσουμε είναι η εκδίκηση της πολιτικής πραγματικότητας, εκδίκηση λόγω της απουσίας ενδιαφέροντος για τα πολιτικά πράγματα. διότι οι Νεοέλληνες στην πλειονότητά τους δεν είναι ενεργοί πολιτικώς, δεν ασχολούνται με τα κοινά, με το κοινό συμφέρον. διότι μετατράπηκαν σε ψηφοφόρους, υπηκόους, υποτακτικούς-πελάτες των κομμάτων, σε καταναλωτές, ακροατές, τηλεθεατές, σε ιδιώτες, απομονωμένες μονάδες έγκλειστες στον δικό τους αυτιστικό μικρόκοσμο. διότι παραχώρησαν τις σημαντικώτερες υποθέσεις του κοινού συμφέροντος σε απατεώνες επαγγελματίες πολιτικούς, σε ανίκανα και διεφθαρμένα κόμματα, στο κυνικό ολιγαρχικό σύστημα, σε άθλιους γραφειοκράτες που ενδιαφέρονται μόνο για το δικό τους ατομικό και κομματικό συμφέρον. Η παρακμή και χρεοκοπία δηλώνουν με τον πιο εύγλωττο και δραματικό τρόπο ότι η πολιτική πραγματικότητα έχει καθοριστική σημασία ιδίως για τα μεσαία και κατώτερα στρώματα, τα οποία υφίστανται τις καταστροφικές συνέπειες.
Όμως η απουσία των ανθρώπων από την πολιτική δεν συνεπάγεται και την απουσία της πολιτικής από τη ζωή τους. Η αδιαφορία τους για την εξουσία δεν σημαίνει ότι και η εξουσία αδιαφορεί γι αυτούς. Αντιθέτως νομοθετεί και αποφασίζει εν ονόματί τους και εναντίον τους. Και μάλιστα όσο μεγαλύτερη είναι η αδιαφορία των ανθρώπων τόσο μεγαλύτερη είναι η αυθαιρεσία, ο αυταρχισμός, η αλαζονεία και η απληστία της εξουσίας. Άρα είναι προς το συμφέρον των ανθρώπων να ασχοληθούν έστω και τώρα με την πολιτική.
Και εδώ συναντάμε το θεμελιώδες πρόβλημα της ελευθερίας στη γενική της έκφραση και την πολιτική, για το οποίο μας είχε προειδοποιήσει ο Καστοριάδης από τη δεκαετία του ’80: «Η ελευθερία δεν απειλείται μόνο από καθεστώτα ολοκληρωτικά ή αυταρχικά αλλά, με πιο ύπουλο τρόπο και ίσως επικίνδυνο, από την εξαφάνιση της κριτικής, της σύγκρουσης, την εξάπλωση της αμνησίας, της ασημαντότητας και την αυξανόμενη ανικανότητα αμφισβήτησης της θεσμισμένης παράστασης του κόσμου και της ζωής».
Σήμερα διαπιστώνουμε και βιώνουμε τις ολέθριες συνέπειες αυτής της ανικανότητας για αμφισβήτηση. Καταργούνται και τα ψήγματα των ατομικών ελευθεριών, των δικαιωμάτων υγειονομικής φροντίδας, εργασίας, ασφαλιστικών εγγυήσεων, συντάξεων, που κατακτήθηκαν με συλλογικούς κοινωνικούς αγώνες. Καταργούνται, δηλαδή, κατακτήσεις που επιτρέπουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ασφάλεα.
Εν τούτοις δεν υπάρχει κριτική και αμφισβήτηση, ούτε φαντασία και θέληση για δημιουργία, αλλά στασιμότητα, ευτέλεια και ασημαντότητα. Αυτό στην ορολογία του Καστοριάδη σημαίνει βαρβαρότητα, και είναι μία από τις σημασίες με την οποία τη χρησιμοποιεί στο δίπολο «αυτονομία ή βαρβαρότητα». Μία κοινωνία βρίσκεται στη βαρβαρότητα όταν «χαρακτηρίζεται είτε από ιστορική στασιμότητα (...) είτε από βίαιες συγκρούσεις και αποσυνθέσεις δίχως όμως καμία ιστορική δημιουργικότητα. Συνοπτικά, μία κλειστή κοινωνία που λιμνάζει ή που δεν ξέρει παρά να γίνεται κομμάτια δίχως να δημιουργεί τίποτε».
Είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες, όλως ιδιαιτέρως εν Ελλάδι: ιστορική, πολιτική και πολιτισμική στασιμότητα, αντιπαλότητες και πολώσεις δίχως καμία ιστορική δημιουργικότητα, γενικευμένη παρακμή σε όλους τους τομείς - βαρβαρότητα και με τις δύο σημασίες της. Από τη στιγμή που οι περισσότεροι Νεοέλληνες δεν ανησυχούν και δεν τους φοβίζουν οι βάρβαροι, σημαίνει ότι τους μοιάζουν. Απομένει να το διαψεύσουν, και να δημιουργήσουν εστίες προβληματισμού, διαβούλευσης και αντιστάσεων για να μη παρασυρθεί όλη η κοινωνία από τα κύματα της βαρβαρότητας.
ΠΗΓΗ
ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ/ΒΙΝΤΕΟ/ΦΩΤΟ:Α.Τ.