CSI: Υπόθεση Καραϊσκάκης.
Θάνατος στη μάχη ή δολοφονία από ελληνικό χέρι. Ο ιατροδικαστής Φ. Κουτσάφτης ανοίγει τον φάκελο Καραϊσκάκη.
«Με πετυχαίνετε σε μια εκταφή, αλλά μπορείτε να περάστε από το γραφείο μου… Αναπαύσεως 10» μου είπε όταν κλείσαμε το πρώτο ραντεβού. Ίσως ήμουν από τους λίγους ανθρώπους που δέχτηκαν με τόση χαρά και κυρίως ανακούφιση μια πρόσκληση στην ιατροδικαστική υπηρεσία.
Παλαιότερα ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι αν ζητούσα από τον μεγαλύτερο ιατροδικαστή της χώρας ένα «πόρισμα» για τις συνθήκες θανάτου του Γεώργιου Καραϊσκάκη στη μάχη του Φαλήρου, θα μου έκλεινε το τηλέφωνο. Ποιος τολμά να ενοχλήσει τον προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών για μια υπόθεση που έκλεισε το 1827; Ο Φίλιππος Κουτσάφτης όμως δέχθηκε με ενθουσιασμό την πρόταση. Για την ακρίβεια αντέδρασε λες και περίμενε εδώ και καιρό μια ευκαιρία για να συνδυάσει τις δυο αγαπημένες του ασχολίες, την μελέτη της Ιστορίας και την ιατροδικαστική.
Για το συγκεκριμένο πόρισμα βέβαια δεν απαιτούνταν η παρουσία του στον τόπο του συμβάντος. Το πτώμα είχε μεταφερθεί από την πρώτη στιγμή στη Σαλαμίνα ενώ οι συνεχείς επιχωματώσεις στο Νέο Φάληρο είχαν αλλάξει οριστικά τη γεωγραφία του εδάφους στην περιοχή. Παρόλα αυτά, πριν τον συναντήσω αποφάσισα να επιθεωρήσω μόνος μου τον «τόπο του εγκλήματος»…
Δευτέρα πρωί και βρίσκομαι σταματημένος στο φανάρι έξω από το κτίριο της Καθημερινής κοντά στις εκβολές του Κηφισού. Τον Απρίλιο του 1827 είχαν στρατοπευδεύσει εδώ ισχυρές δυνάμεις του Κιουταχή. Απέναντί τους, προς την πλευρά της Καστέλας, οι άντρες του Καραϊσκάκη ετοιμάζονταν για μια από τις σημαντικότερες μάχες της ελληνικής επανάστασης. Για πρώτη φορά, ύστερα από σειρά αποτυχιών που κορυφώθηκαν με την πτώση του Μεσολογγίου, ο «γιός της καλογριάς» είχε αρχίσει να αντιστρέφει το αρνητικό κλίμα. Για τη συγκεκριμένη μάχη στο Φάληρο όμως είχε ένα πολύ κακό προαίσθημα Πίστευε ότι οι δυο Βρετανοί αξιωματικοί, που είχαν οριστεί αρχηγοί όλων των δυνάμεων της Αττικής – ο Τσωρτς για τον στρατό ξηράς και ο Κόχραν για το ναυτικό – τον οδηγούσαν σε βέβαιη σφαγή. Αυτοί ήθελαν ολομέτωπη σύγκρουση τακτικού στρατού, όπως τους είχαν μάθει στις στρατιωτικές ακαδημίες της βρετανικής αυτοκρατορίας.
Αυτός, όπως εξηγούσε και ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς «ήθελε να εφαρμόσει την δοκιμασμένη παρτιζάνικη τακτική της παρενόχλησης του εχθρού». Τελικά δεν έζησε μέχρι την ημέρα της μάχης για να δει την πανωλεθρία των ελληνικών δυνάμεων. Στις 22 Απριλίου του 1827 μια σφαίρα τον πέτυχε στη βουβωνική χώρα ενώ προσπαθούσε να ελέγξει μια ασήμαντη συμπλοκή με τις τουρκικές δυνάμεις, λίγες ώρες πριν από την προγραμματισμένη μεγάλη επίθεση.
Ποιος τράβηξε όμως τη σκανδάλη αφαιρώντας τη ζωή του αρβανίτη αρχιστράτηγου; Από τις πρώτες ώρες του θανάτου του, κυκλοφόρησε έντονη φημολογία ότι ο δράστης ήταν Έλληνας και τον πυροβόλησε πισώπλατα. Ο Γιάννης Βλοχογιάννης, ο ιστοριοδίφης που επιμελήθηκε τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, υποστηρίζει ότι τον πυροβόλησαν πληρωμένοι μπράβοι του Μαυροκορδάτου. Την ίδια θεωρία φαίνεται να ασπάζεται και ο Δημ. Φωτιάδης ο οποίος όμως εκτός από τον Μαυροκορδάτο βλέπει σαν ηθικούς αυτουργούς τους δυο Βρετανούς αξιωματικούς. Γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του με τίτλο Καραϊσκάκης: «Ο Κόχραν κι ο Τσωρτς μέσα στις λίγες ημέρες που βρίσκονταν στον Πειραιά, κατάλαβαν πως ένας είχε τη δύναμη να αντιταχθεί στα σχέδιά τους, ο Καραϊσκάκης. Η εντολή που είχανε πάρει ήταν να πνιγεί η επανάσταση στη Στερεά, για να μπορέσει η Αγγλία να πετύχει το διπλωματικό της παιχνίδι, τον περιορισμό δηλαδή του απελευθερωτικού κινήματος του Μοριά, για να ‘χει το μικρό, αδύναμο και μισοανεξάρτητο ναυτικό κράτος που θα δημιουργούνταν κάτω από τον έλεγχό της. […]. Ο Καραϊσκάκης έπεσε θύμα της εγγλέζικης πολιτικής στην Ελλάδα και εμπνευστές της σατανικιάς δολοφονίας του στάθηκαν ο Κόχραν, ο Τσωρτς κι ο Μαυροκορδάτος».
Σύμφωνα μάλιστα με τον αγωνιστή Νικόλαο Κασομούλη ο ίδιος ο Καραϊσκάκης λίγες ώρες πριν πεθάνει άφησε να εννοηθεί ότι γνωρίζει τους δράστες. Δίνοντας μάλιστα ένα από τα γνωστά ρεσιτάλ βωμολοχίας είπε στους συναγωνιστές του: «Γνωρίζω τον αίτιον, και αν ζήσω παίρνομεν όλοι το χάκι (εκδίκηση), ειδέ και πεθάνω ας μου κλάσει τον π***** και αυτός».
Παρόλα αυτά νεότεροι ερευνητές και ιστορικοί είναι πολύ επιφυλακτικοί στο να μιλήσουν για δολοφονία και πολύ περισσότερο να αποδώσουν ευθύνες στο Λονδίνο. Ο «φάκελος Καραϊσκάκης» λοιπόν έπρεπε να ανοίξει και πάλι. Και όπως κάθε καλή αστυνομική έρευνα, ξεκινά από το γραφείο του ιατροδικαστή.
Ο ιατροδικαστής και ο ιστορικός
«Βλέπετε, έχουμε και εμείς το μικρό μας CSI» μου είπε γελώντας ο Φίλιππος Κουτσάφτης καθώς με ξεναγούσε στα εργαστήρια της υπηρεσίας. Όταν βέβαια τον ρώτησα αν παρακολουθεί την αμερικανική σειρά έδειξε μάλλον καχύποπτος: «Με αυτούς θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέραμε» μου είπε.
Στο γραφείο του κοιτάξαμε και πάλι μαζί το κείμενο του Δημ. Φωτιάδη για τις συνθήκες θανάτου του Καραϊσκάκη, το οποίο περιλαμβάνει τις περισσότερες λεπτομέρειες και συνηγορεί με αντίστοιχες αφηγήσεις του Κασομούλη. Αφού μου επανέλαβε για πολλοστή φορά ότι με τα υπάρχοντα στοιχεία μπορεί να γίνει μόνο μια «ιατροδικαστική προσέγγιση» που θα παρουσιάζει όλες τις πιθανές εκδοχές, ο ιατροδικαστής ανέτρεξε στο κείμενο που είχε ετοιμάσει για εμάς.
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία γνωρίζουμε ότι ο Καραϊσκάκης ήταν έφιππος ενώ η πύλη εισόδου του τραύματος και η φορά της βολίδας συνηγορούν στο ότι χτυπήθηκε από πίσω ενώ και ο δράστης βρισκόταν και αυτός σε υψηλό σημείο – κατά πάσα πιθανότητα όρθιος επάνω σε άλογο. Κρίνοντας από το γεγονός ότι ο Καραϊσκάκης κατάφερε να ιππεύσει και πάλι, ο Κουτσάφτης υποστηρίζει ότι το τραύμα μπορεί πράγματι να ήταν στην βουβωνική χώρα και να μην ήταν άμεσα θανατηφόρο.
Εάν δεχθούμε λοιπόν ως ακριβείς τις περιγραφές του Κασομούλη και του Φωτιάδη η ιατροδικαστική εξέταση αφήνει πολύ μεγάλες πιθανότητες ο Καραϊσκάκης να δολοφονήθηκε πραγματικά από Έλληνες. Τα στοιχεία όμως, όπως θα έλεγαν και οι ήρωες του CSI, δεν μπορούν ακόμη να σταθούν στο δικαστήριο εάν δεν εντοπίσουμε και το κίνητρο της δολοφονίας. Έπρεπε για άλλη μια φορά να απευθυνθούμε στους ειδικούς. Και ίσως κανένας δεν έχει ασχοληθεί τα τελευταία χρόνια τόσο εντατικά με τη ζωή του Καραϊσκάκη όσο ο Διονύσης Τζάκης, καθηγητής ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας του Λευκώματος με τίτλο Γεώργιος Καραϊσκάκης.
Η λίστα των πιθανών «υπόπτων» που μου παρέθεσε ο Έλληνας καθηγητής, των ανθρώπων δηλαδή που «ευχήθηκαν και ίσως επιδίωξαν τον θάνατο του Καρϊσκάκη στη διάρκεια της επανάστασης» είναι ιδιαίτερα μεγάλη: «Αγραφιώτες που δεν τον ήθελαν στρατιωτικό αρχηγό στην επαρχία τους, ανταγωνιστές στρατιωτικοί και πολιτικοί που αντιπαρατέθηκαν σκληρά μαζί του, ιδίως το 1822-1824. Επίσης, αρκετοί επιθυμούσαν να απομακρυνθεί από την κορυφή της στρατιωτικής ιεραρχίας το 1826-1827. Επειδή διαφωνούσαν με τα πολεμικά του σχέδια, με τον τρόπο που διοικούσε, με τις προτεραιότητες που έθετε, επειδή θεωρούσαν άλλον ως καταλληλότερο ή έτρεφαν προσωπικές φιλοδοξίες». Παρόλα αυτά ο Δ. Τζάκης απεκδύεται πεισματικά το ρόλο του ιστορικού- αστυνόμου.
«Ο ιστορικός», μάς λέει «δεν είναι αστυνομικός ή ανακριτής να διερευνά υποθέσεις αναζητώντας “κίνητρα” και πιθανούς “ενόχους”. Δεν αξιολογεί γεγονότα ή πρόσωπα για όσα έκαναν ή δεν έκαναν, για όσα θα έπρεπε κατά τη γνώμη του να είχαν κάνει ή να είχαν αποφύγει, και μάλιστα με κριτήριο τις δικές του μεταγενέστερες ιδέες και αντιλήψεις για το τι είναι σωστό και τι λάθος, εθνικά, ηθικά, δικονομικά». Κάθε προσπάθεια λοιπόν για την ανεύρεση της αλήθειας θα σκοντάφτει σε ανυπέρβλητα εμπόδια εάν δεν λαμβάνει υπόψη τον ιστορικό χωρόχρονο των γεγονότων. Ούτως η άλλως, μας λέει ο Δ. Τζάκης «όπως όλες οι σύγχρονες επαναστάσεις έτσι και η ελληνική συνυφαίνεται με πολιτικές διαφωνίες, αντιπαραθέσεις και βίαιες εσωτερικές συγκρούσεις καθώς οι Έλληνες πολεμούσαν για να απαλλαγούν από τους Οθωμανούς και, συγχρόνως, δημιουργούσαν μια πρωτόγνωρη (και ριζικά διαφορετική από την οθωμανική) μορφή πολιτικής οργάνωσης, το εθνικό κράτος.
Ακόμη όμως και «οι φήμες ότι δολοφονήθηκε» μας λέει ο Έλληνας ιστορικός «μας βοηθούν να κατανοήσουμε το πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα της εποχής, αλλά και τους τρόπους πρόσληψης του θανάτου του από τους σύγχρονούς του. Μάλιστα, οι εν λόγω φήμες προικίζουν τον μύθο του ήρωα Καραϊσκάκη με ένα οικουμενικό μοτίβο όπου ο Ήρωας δεν είναι δυνατόν να καταβληθεί και να πεθάνει παρά μόνο ως αποτέλεσμα κάποιας προδοσίας, συνωμοσίας κλπ».
Ίσως τελικά το μόνο που μπορούμε να πούμε σήμερα με βεβαιότητα είναι ότι οι επιπτώσεις από την αναγγελία του θανάτου του και η στρατιωτική πανωλεθρία στη μάχη του Φαλήρου είναι δραματικές σε όλα τα μέτωπα. «Τη ψυχολογική αυτή στιγμή, που τα πάντα έδειχναν να καταρρέουν μέσα σε ένα κλίμα τρόμου» θα γράψει ο Τάσος Βουρνάς « θέλησε να εκμεταλλευτεί ο Ιμπραήμ για να προσεταιριστεί τους καπεταναίους της Ρούμελης». Και του Μοριά. Με πρώτον τον Δημήτρη Νενέκο, αρκετοί οπλαρχηγοί συνθηκολογούν – προχωρούν σε αυτό που θα μείνει στη λαϊκή συνείδηση σαν «προσκύνημα».
Θα χρειαστεί να ακουστεί βροντερή η φωνή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη για να σταματήσει η ολοκληρωτική συνθηκολόγηση και να σωθεί τελικά η επανάσταση: «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους».
Ο Καραϊσκάκης και το spread δανεισμού
Ένα από τα σενάρια που επανέρχονται πεισματικά στην επιφάνεια σχετικά με το θάνατο του Καραϊσκάκη αναφέρεται στο ρόλο που έπαιξε το Λονδίνο στα τελευταία χρόνια της Ελληνικής επανάστασης. Ακόμη και ιστορικοί που απορρίπτουν κατηγορηματικά τις εικασίες του Φωτιάδη για σχέδιο δολοφονίας του Έλληνα Ήρωα από τους Κόχραν και Τσωρτς, συμφωνούν ότι η στρατηγική που του πρότειναν στη μάχη του Φαλήρου ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Γιατί όμως ο Καραϊσκάκης, ο οποίος είχε οριστεί αρχιστράτηγος της Στερεάς Ελλάδας με τη σύμφωνη γνώμη ακόμη και ορκισμένων εχθρών του όπως ο Ζαϊμης, υποτάχθηκε στις εντολές των Βρετανών; Στο βιβλίο του «Ο Θάνατος του Καραϊσκάκη» ο δημοσιογράφος Δημήτρης Σταμέλος αναφέρεται μεταξύ άλλων στις σχέσεις υποτέλειας που είχαν δημιουργήσει στην επαναστατημένη Ελλάδα τα δυο δάνεια που τις υποσχέθηκε το Λονδίνο. «Το πρώτο δάνειο» όπως σημείωνε και ο μεγάλος ερευνητής Κυριάκος Σιμόπουλος «τοκογλυφικό και ανήθικο ως συμφωνία, κατασπαταλήθηκε στον εμφύλιο […] Το δεύτερο χάθηκε στις κερδοσκοπικές παραγγελίες φρεγατών που δεν έφθασαν ποτέ στην Ελλάδα».
Ξένα δάνεια, περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας, κερδοσκοπία και… φρεγάτες. Οι λέξεις μοιάζουν βγαλμένες από δημοσιεύματα εφημερίδων των τελευταίων ημερών και όχι από ιστορικά κείμενα για το μακρινό 1821. Κι’ όμως οι περισσότεροι ιστορικοί και ακαδημαϊκοί με τους οποίους μιλήσαμε όλες αυτές τις εβδομάδες μας προειδοποίησαν να μην καταφύγουμε σε εύκολους και απλοϊκούς παραλληλισμούς. «Κάποιοι είναι έτοιμοι να συνδέσουν το ’21 και το ρόλο των μεγάλων δυνάμεων με το spread δανεισμού και τη Γερμανία» μου είπε γνωστός ακαδημαϊκός που προτίμησε να κρατήσει την ανωνυμία του.
Ίσως γιατί όπως μας εξήγησε και ο Διονύσης Τζάκης «τα γεγονότα οφείλουμε να τα προσεγγίζουμε μέσα στη δική τους ιστορική συνάφεια». Ο ίδιος έσπευσε μάλιστα να μας δώσει και ένα ακόμη παράδειγμα: «Αναρωτιέμαι» είπε «πώς μπορεί να επαναληφθεί σήμερα η «δίκη των έξ» με όρους διαφορετικούς από εκείνους που περιέγραψε ο Μαρξ για την επανάληψη της ιστορίας: ως φάρσα».
Το κείμενο του Δημ. Φωτιάδη στο οποίο στηρίχθηκε η ιατροδικαστική προσέγγιση του Φίλιππου Κουτσάφτη
«Ο Καραϊσκάκης βρισκόταν στο κέντρο της καβαλαρίας μας, περιτριγυρισμένος ολούθε από δικούς μας. Και να, τρώει ένα βόλι στο βουβώνα από τα πλάγια κι ομπρός, από τ’ αριστερά προς τα δεξιά κι από πάνω προς τα κάτω. Πέφτει από τ’ άλογο. Τρέχουν οι καβαλάρηδές μας να τον συντρέξουν.
- Δεν είναι τίποτα! Τους φωνάζει και μ’ όση δύναμη τ’ απόμενε ξανακαβαλικεύει.
Πισωδρομούνε σιγά και μ’ όλη την τάξη. Μα, σαν έφτασαν εκεί όπου έπειτα στήσανε το μνημείο του, πίσω από το σημερινό σταθμό του ηλεκτρικού σιδεροδρόμου στο Νέο Φάληρο, δεν μπορεί πια να κρατηθεί πάνω από το άλογο και ξεπεζεύει. Του λένε να τον πάνε σηκωτό, μ’ αυτός αρνιέται. Δε θέλει να τρομάξει το ασκέρι πως είναι του θανατά.
Αυτός μπροστά κι ολόγυρά του καπεταναίοι, μπουλούξηδες και παλικάρια ξεκινάνε με τα πόδια, όσο που με την απαλάμη του κρατάει τη λαβωματιά του.
Αφού ανέβηκαν τον ανήφορο, τονε συμβουλεύουνε να πάγει πάνω στα καράβια, για να ‘χει πιότερη φροντίδα κι ησυχία να τονε δούνε οι γιατροί.
- Ενα πράμα μονάχα σας παρακαλώ, μην αφήσετε Φράγκο γιατρό να ‘ρθει κοντά μου.[…] Τούτη τη φορά μονάχα δεν ήθελε να πέσει στα χέρια των Φράγκων γιατρών, γιατί, όπως θα δούμε, σχημάτισε την πεποίθηση πως δεν χτυπήθηκε από τους Τούρκους, μα δολοφονήθηκε και φοβήθηκε μην τον αποτελειώσουν οι γιατροί του Κόχραν και του Τσωρτς».
Το «πόρισμα» του ιατροδικαστή Φίλιππου Κουτσάφτη
Ξεκινώντας θα ήθελα να τονίσω ότι γίνεται μια διάγνωση με πάρα πολλά ιατροδικαστικά κενά. Με κάθε επιφύλαξη, λοιπόν, μπορούμε να εξαγάγουμε τα εξής συμπεράσματα: Πρώτον, η πύλη εισόδου του τραύματος είναι η αριστερή βουβωνική χώρα.
Δεύτερον, η βολίδα είχε φορά από μπροστά αριστερά και άνω, προς τα πίσω δεξιά και κάτω. Τρίτον, το θύμα, σαν στόχος, ήταν πολύ δύσκολος εκ των έξω, καθώς περιστοιχιζόταν από συντρόφους του που ήταν και αυτοί πάνω σε άλογα. Τέταρτον, ο πυροβολισμός πρέπει να έγινε από διαφορετικό ύψος.
Στο σημείο αυτό, διακρίνουμε δύο περιπτώσεις: α) Εάν έγινε από μεγάλη απόσταση, τότε ο σκοπευτής πρέπει να ήταν σε κάποιο δέντρο ή σε κάποια μάντρα, θα λέγαμε δηλαδή σήμερα ότι ήταν ένας ελεύθερος σκοπευτής, β) Εάν έγινε από μικρή απόσταση, πρέπει να τον πυροβόλησε κάποιος από τον περίγυρό του, με την προϋπόθεση κατά τη στιγμή του πυροβολισμού να είχε σηκωθεί όρθιος πάνω στο άλογο. Δηλαδή, δεν πυροβόλησε καθήμενος. Και οι δύο εκδοχές στηρίζονται, δεδομένου ότι δεν γνωρίζουμε την απόσταση του πυροβολισμού. Βέβαια, δεν μπορεί να αποκλειστεί και η εκδοχή του αποστρακισμού της σφαίρας σε κάποια επιφάνεια.
Παρουσιάζουμε τρεις εκδοχές, γιατί δεν γνωρίζουμε την απόσταση και την κατάσταση του πυροβολισμού και, φυσικά, δεν είδαμε το τραύμα. Μου έκανε, πάντως, ιδιαίτερη εντύπωση αυτό ακριβώς που γράφει ο Φωτιάδης, ότι ο Καραϊσκάκης βρισκόταν στο κέντρο και ήταν “περιτριγυρισμένος ολούθε από δικούς μας”.
Θα πρέπει, τέλος, να σημειωθεί το εξής: Το γεγονός ότι ανέβηκε και πάλι στο άλογό του, όπως αναφέρεται, συνηγορεί στο ότι το τραύμα δεν ήταν άμεσα θανατηφόρο, άρα, μπορεί να ήταν πράγματι στη βουβωνική χώρα. Σημειώθηκε, δηλαδή, αιμορραγία για μεγάλο χρονικό διάστημα, πριν πεθάνει, οπότε πράγματι ήταν σε θέση να συζητεί ή ακόμη και να αρνείται να τον δουν ξένοι γιατροί».
Άρης Χατζηστεφάνου
Περιοδικό Κ, Καθημερινή Μάρτιος 2010