Παραθέτουμε το χάρτη της Ελληνικής ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑΣ όπως αυτή προκύπτει από την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας UNCLOS III του 1982
και ένα τμήμα σχετικού άρθρου του καθηγητή και πρώην υπουργού της κυβέρνησης Α. Συρίγου...
Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΙΚΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΜΗΜΑΤΙΚΑ ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΗΔΗ ΕΞΗΓΗΣΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΘΑ ΞΑΝΑ-ΑΝΑΦΕΡΟΥΜΕ ΣΕ ΕΠΟΜΕΝΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ, ΝΑ ΥΠΕΝΘΥΜΊΣΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΛΑΒΔΑ ΠΟΥ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ ΣΤΟΝ ΣΚΑΙ ΟΤΙ Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΣΕΒΙΛΛΗΣ ΔΕΝ ΣΧΕΔΙΑΣΤΗΚΕ ΣΕ ΣΥΝΕΝΝΌΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΜΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΑΛΛΑ ΟΤΙ ΕΓΙΝΕ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ.
ΝΑ ΤΟΥ ΠΟΥΜΕ ΕΠΙΣΗΣ ΌΤΙ ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΕΠΙΛΥΣΗ ΜΕΣΩ ΚΑΠΟΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΕΝΘΥΜΊΖΕΤΑΙ ΠΑΝΤΑ ΟΤΙ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΉΞΟΥΜΕ ΕΚΕΙ, Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΕΠΕΙ ΠΡΩΤΑ ΝΑ ΕΧΕΙ ΑΣΚΗΣΕΙ ΟΛΑ ΤΑ ΚΥΡΙΑΡΧΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ (12 ΝΑΥΤΙΚΑ ΜΙΛΙΑ ΧΥ / ΑΟΖ ΜΕ ΚΥΠΡΟ-ΑΙΓΥΠΤΟ-ΛΙΒΥΗ-ΑΛΒΑΝΙΑ) ΚΑΙ ΟΤΙ Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ (ΙΔΑΝΙΚΑ) ΝΑ ΕΧΕΙ ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΕΙ ΣΤΟ ΔΔΘ ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΕΣΧΑΤΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΑΡΑΓΕ ΚΑΛΟ ΘΑ ΗΤΑΝ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΤΡΗΜΕΝΑ!
ΕΠΙΣΗΣ ΝΑ ΤΟΥ ΘΥΜΊΣΟΥΜΕ ΟΤΙ ΕΠΙΣΗΜΩΣ Η ΕΛΛΑΣ ΑΝΑΓΝΩΡΊΖΕΙ ΜΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝ ΑΛΛΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑΣ/ΑΟΖ.
ΕΑΝ ΚΑΤΑΛΉΞΟΥΜΕ ΣΤΟ ΑΜΒΟΥΡΓΟ Η ΤΗΝ ΧΑΓΗ ΧΩΡΙΣ ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΑΣΚΗΣΕΙ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΜΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ, ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΕΠΙΚΩΝ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ. ΚΑΙ ΚΑΛΟ ΘΑ ΗΤΑΝ ΝΑ ΞΕΚΟΛΛΆΓΕ ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΑΓΗ. ΑΜΒΟΥΡΓΟ ΛΕΜΕ. ΤΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΠΙΑ; ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ;!
Και επειδή φίλες και φίλοι τα πράγματα φαίνεται να εξελίσσονται με αρκετά γρήγορους ρυθμούς τις τελευταίες μέρες καλό είναι να γνωρίζουμε όλοι την 'προ-ιστορία' πίσω από τα πιο καυτά θέματα. Έτσι λοιπόν σήμερα παραθέτουμε το χάρτη της ελληνικής ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑΣ όπως αυτή προκύπτει από την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας UNCLOS III του 1982 και ένα τμήμα σχετικού άρθρου του καθηγητή και υπουργού της κυβέρνησης κυρίου Α. Συρίγου που δημοσιεύθηκε σε ειδική έκδοση της Καθημερινής το 2020. (που κάποια στιγμή θα το ανεβάσουμε ολόκληρο, με όλους τους χάρτες -περίπου 60- αλλά δεν είναι πολύ εύκολο)
Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου
α. Τι είναι υφαλοκρηπίδα Η υφαλοκρηπίδα είναι ένας γεωλογικός όρος που αναφέρεται σε τμήμα του πυθμένα της θάλασσας. Απέκτησε νομικό περιεχόμενο το 1945. Αναφερόμενοι στη νομική υφαλοκρηπίδα, στη νομική ορολογία εννοούμε τον θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφος πέρα από τα χωρικά ύδατα. Εντός της υφαλοκρηπίδας το παράκτιο κράτος δεν έχει πλήρη κυριαρχία, αλλά ασκεί αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα. Αυτά αφορούν αποκλειστικώς: την εξερεύνηση της υφαλοκρηπίδας και
β. την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της υφαλοκρηπίδας.
Για την κατανόηση της ελληνοτουρκικής διαφοράς αρκεί να γνωρίζουμε ότι η υφαλοκρηπίδα εκτείνεται σε απόσταση 200 μιλίων από τις γραμμές βάσεως από τις οποίες μετρώνται τα χωρικά ύδατα. Επομένως, η ελληνική υφαλοκρηπίδα ξεκινά από τα 6 μίλια, εκεί δηλαδή όπου τελειώνουν τα ελληνικά χωρικά ύδατα. Γενικώς στη Μεσόγειο οι αποστάσεις με τα γειτονικά κράτη είναι περιορισμένες. Δεν υπάρχει σημείο που να επιτρέπεται η πλήρης ανάπτυξη της υφαλοκρηπίδας κάθε χώρας (δηλ. 200 ν. μίλια + 200 ν. μίλια = 400 ν. μίλια). Επί παραδείγματι, το Λαύριο από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας απέχει 102 ν. μίλια (περίπου 188 χλμ.) και ενδιάμεσα υπάρχουν και πολλά ελληνικά νησιά. Αντιστοίχως, η απόσταση ανάμεσα στην Κύπρο και την Αίγυπτο είναι κάτω από 190 ν. μίλια (350 χλμ.). Επομένως, η Ελλάδα δεν μπορεί να αναπτύξει πλήρως την υφαλοκρηπίδα της και πρέπει να γίνει οριοθέτηση με τα γειτονικά κράτη.
β. Η τουρκική διεκδίκηση επί της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου.
Η Ελλάδα από το 1959 και συστηματικότερα από το 1969 προχώρησε σε εκχωρήσεις αδειών για την εξερεύνηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Γνωστές εταιρείες της εποχής εκείνης, όπως οι TEXACO, OCEANIC, CONOCO, CHEVRON, ANSCHUTZ & ADA, ερεύνησαν όλο το Αιγαίο Πέλαγος.Οι εκχωρήσεις δεν συνάντησαν κάποια αντίδραση από την τουρκική πλευρά. Η Τουρκία ασχολήθηκε για πρώτη φορά με το θέμα το 1973. Μέσα στο κλίμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσεως, η Τουρκία εκχώρησε στην κρατική εταιρεία πετρελαίου ΤΡΑΟ (Türkiye Petrolleri Anonim Ortaklιgι) άδεια διερευνήσεως και εκμεταλλεύσεως σε 27 θαλάσσιες περιοχές στα διεθνή ύδατα του Βορείου Αιγαίου. Οι θαλάσσιες περιοχές βρίσκονταν ανάμεσα στη Λέσβο, στη Χίο, στον Άγιο Ευστράτιο και στη Λήμνο, ακριβώς έξω από τα χωρικά ύδατα αυτών των νησιών.Για να μπορέσει η Τουρκία να διεκδικήσει τη μισή υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, έλαβε ως βάσεις για τη μέτρηση τις ακτές αφενός της ηπειρωτικής Ελλάδος και αφετέρου της χερσονήσου της Μικράς Ασίας.
Αγνόησε πλήρως την ύπαρξη των ελληνικών νησιών του Αιγαίου.
Ακολούθησε μια δεύτερη φάση εκδόσεως νέων αδειών έρευνας προς την ΤΡΑΟ, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1974, πάλι για το Αιγαίο. Οι τελευταίες άδειες εκδόθηκαν δύο ημέρες πριν από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Με αυτές η Τουρκία ολοκλήρωσε τις διεκδικήσεις της, καλύπτοντας σχεδόν το μισό Αιγαίο.
γ. Η ασάφεια στους κανόνες για την υφαλοκρηπίδα το 1973
Η Τουρκία στοιχειοθέτησε τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο βασιζόμενη στη σύγχυση που υπήρχε διεθνώς στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ως προς την έκταση της υφαλοκρηπίδας και τους κανόνες για την υιοθέτησή της. Το 1973, το μοναδικό διεθνές κείμενο που αναφερόταν σε τέτοια θέματα ήταν η Σύμβαση της Γενεύης για την Υφαλοκρηπίδα (1958). Η μεν Ελλάδα ήταν συμβαλλόμενο μέρος της συμβάσεως. Αντιθέτως, η Τουρκία δεν την είχε υπογράψει. Παράλληλα, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έδωσε το 1969 τη δική του ερμηνεία για τον θεσμό της υφαλοκρηπίδας στην υπόθεση της Βόρειας Θάλασσας, η οποία αναφερόταν και σε κράτη που δεν δεσμεύονταν από τη σύμβαση της Γενεύης για την Υφαλοκρηπίδα (1958).
Η ερμηνεία που δόθηκε έδινε έμφαση σε κριτήρια που δεν αναφέρονταν στη σύμβαση του 1958. Η σύγχυση που δημιουργήθηκε ως προς τον θεσμό της υφαλοκρηπίδας συζητήθηκε εκτενώς κατά την Τρίτη Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία διήρκεσε από το 1973 έως το 1982. Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982) έδωσε κάποιες απαντήσεις, αλλά όχι σε ικανοποιητικό βαθμό. Παράλληλα, το Διεθνές Δικαστήριο σταδιακά διαμόρφωσε κάπως πιο συγκεκριμένους κανόνες για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
i. Το ισοβαθές των 200 μέτρων και η φυσική προέκταση
Η Σύμβαση της Γενεύης προσδιόριζε ότι στην υφαλοκρηπίδα του παράκτιου κράτους ανήκουν οι περιοχές του βυθού που βρίσκονται σε βάθος έως 200 μέτρα. Τα πράγματα μπερδεύτηκαν όταν το Διεθνές Δικαστήριο στην υπόθεση της Βόρειας Θάλασσας υπερτόνισε τον γεωλογικό δεσμό μεταξύ του χερσαίου εδάφους του κράτους και της υποθαλάσσιας περιοχής. Αντιστοίχως, απέρριψε την εγγύτητα του χερσαίου εδάφους προς τις υποθαλάσσιες περιοχές. Αναφερόταν στην απόφασή του: «[...] όταν δεδομένη υποθαλάσσια περιοχή δεν αποτελεί τη φυσική –ή την πλέον φυσική– επέκταση του χερσαίου εδάφους ενός παράκτιου κράτους, μολονότι αυτή η περιοχή μπορεί να είναι εγγύτερα προς αυτό απ’ ό,τι είναι στο έδαφος ενός άλλου κράτους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει σε αυτό το κράτος» (παρ. 43).
Για να εντοπίσει πλέον ένα παράκτιο κράτος ποιες περιοχές της υφαλοκρηπίδας τού ανήκουν, αντί για την εγγύτητα προς το έδαφός του έπρεπε να αναζητεί αυτή την περίφημη «φυσική προέκταση». Προς τον σκοπό αυτόν εξετάζονταν γεωμορφολογικά ή και γεωλογικά χαρακτηριστικά του βυθού. Η τουρκική επιχειρηματολογία για τη διεκδίκηση της υφαλοκρηπίδας περίπου του μισού Αιγαίου βασίστηκε επί πολλά χρόνια στην απόφαση του 1969. Κατά την τουρκική αντίληψη, η «φυσική προέκταση» της Ανατολίας συναντούσε στη μέση του Αιγαίου τη «φυσική προέκταση» της ηπειρωτικής Ελλάδος.
ii. Η αρχή της ίσης αποστάσεως και οι «ειδικές περιστάσεις»
Η Σύμβαση της Γενεύης (που δέσμευε την Ελλάδα, αλλά όχι την Τουρκία) καθιέρωνε ως κανόνα οριοθετήσεως τη μέση γραμμή/γραμμή ίσης αποστάσεως (median line/equidistance), η οποία συνδυαζόταν με μία εξαίρεση για τις «ειδικές περιστάσεις». Στόχος ήταν η ισότιμη διαίρεση της επικαλυπτόμενης περιοχής. Με τη μέση γραμμή το όριο ισαπέχει από τις ακτές των δύο κρατών. Αφού γινόταν η πρώτη χάραξη, θα εξεταζόταν στη συνέχεια εάν στην υπό οριοθέτηση περιοχή υπήρχαν «ειδικές περιστάσεις». Σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να μετατεθεί το τελικό όριο. Η Ελλάδα υποστήριζε τον κανόνα της μέσης γραμμής/γραμμής ίσης αποστάσεως.Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όμως, στην υπόθεση της Βόρειας Θάλασσας το 1969 θεώρησε την αρχή της μέσης γραμμής/γραμμής ίσης αποστάσεως απλώς ως μία από τις υπάρχουσες μεθόδους οριοθετήσεως, που δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως κανόνας δικαίου.
Το δικαστήριο ανέφερε ότι μόνο τα κράτη που ήσαν συμβαλλόμενα μέρη στη Σύμβαση της Γενεύης του 1958 για την Υφαλοκρηπίδα έπρεπε να θεωρούν τη συγκεκριμένη μέθοδο ως κανόνα δικαίου στις μεταξύ τους σχέσεις. Η πρόταση του δικαστηρίου δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για διαφωνία μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Η Τουρκία μπορούσε να αγνοήσει την εφαρμογή της μέσης γραμμής. Επιπλέον, χρησιμοποίησε επιλεκτικά τις «ειδικές περιστάσεις» της Συμβάσεως της Γενεύης για την Υφαλοκρηπίδα (1958), αφού τις απομόνωσε από τη μέση γραμμή/γραμμή ίσης αποστάσεως. Η παρουσία τόσων νησιών και η ημίκλειστη φύση του Αιγαίου ερμηνεύθηκαν από την Τουρκία ως παράγοντες που συνιστούν «ειδικές περιστάσεις». Συνεπώς, στο Αιγαίο δεν εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες του διεθνούς δικαίου, αλλά εξαιρετικοί, ιδιαίτεροι κανόνες.
δ. Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982)
Μετά από μία δεκαετία συζητήσεων, το 1982 υπεγράφη η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. • Τα κριτήρια του ισοβαθούς των 200 μέτρων και της εκμεταλλεύσεως του βυθού του 1958 αντικαταστάθηκαν από το κριτήριο της αποστάσεως έως 200 μίλια από τις ακτές. • Σύμφωνα με το άρθρο 121, τα νησιά διαθέτουν όλες τις θαλάσσιες ζώνες, περιλαμβανομένων της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Εξαιρέθηκαν οι βράχοι που δεν έχουν δική τους οικονομική ζωή. Σε αυτούς δόθηκε μόνον αιγιαλίτιδα ζώνη. • Υπάρχουν δύο άρθρα (74 και 83) που αναφέρονται στην οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας αντιστοίχως. Τα άρθρα είναι απολύτως ταυτόσημα και δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένους κανόνες οριοθετήσεως. Μοναδικό ζητούμενο είναι η γενικόλογη επίτευξη ενός «δίκαιου αποτελέσματος» (equitable result). Η Ελλάδα έχει κυρώσει τη Σύμβαση από το 1995 και δεσμεύεται από αυτήν. Αντιθέτως, η Τουρκία την καταψήφισε.
i. Αρχή ίσης αποστάσεως κατά ευθυδικίας
Το άρθρο που προκάλεσε τα σοβαρότερα προβλήματα στις εργασίες της Τρίτης Συνδιασκέψεως για το Δίκαιο της Θάλασσας ήταν αυτό που αφορούσε την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (και της ΑΟΖ). Δημιουργήθηκαν δύο ομάδες με κριτήριο τις θέσεις που υποστήριζαν για την οριοθέτηση. Η πρώτη ομάδα υποστήριζε την αρχή της μέσης γραμμής/γραμμής ίσης αποστάσεως. Σε αυτήν περιλαμβάνονταν 24 χώρες, ανάμεσα στις οποίες και η Ελλάδα. Στη δεύτερη ομάδα, η οποία υποστήριζε την ευθυδικία, συμμετείχαν 30 χώρες, μία εκ των οποίων ήταν και η Τουρκία. Η διαμάχη των δύο ομάδων παρ’ ολίγον να οδηγήσει σε αδιέξοδο τη συνδιάσκεψη.
Τελικώς υιοθετήθηκε το εξαιρετικά αόριστο άρθρο 83 της Συμβάσεως για το Δίκαιο της Θάλασσας, που έχει ως εξής: «Η οριοθέτηση της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών με αντικείμενες ή παρακείμενες ακτές θα πραγματοποιείται με συμφωνία στη βάση του διεθνούς δικαίου, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 38 του καταστατικού του διεθνούς δικαστηρίου, με σκοπό να επιτευχθεί μια δίκαιη λύση». Η αρχή της μέσης γραμμής/γραμμής ίσης αποστάσεως απουσιάζει από το λεκτικό του άρθρου. Μια «δίκαιη λύση» θα επιτευχθεί γενικόλογα επί τη βάσει «του διεθνούς δικαίου», οι κανόνες του οποίου όμως δεν προσδιορίζονται, αλλά ούτε και υπονοούνται. Επρόκειτο περί μιας ταυτολογίας. Η ίδια αόριστη έννοια του «δικαίου» επαναλαμβάνεται με διαφορετική διατύπωση είτε ως κανόνας είτε ως αποτέλεσμα.
ii. Γιατί η Τουρκία δεν υπέγραψε τη σύμβαση
Η Τουρκία ήταν ένα από τα τέσσερα κράτη που ψήφισαν κατά της συμβάσεως. Τα κυριότερα σημεία της Συμβάσεως για το Δίκαιο της Θάλασσας που ενοχλούσαν την τουρκική πλευρά ήσαν τα ακόλουθα: Η καταγραφή του εθιμικού κανόνα των 12 ναυτικών μιλίων ως εξωτερικού ορίου της αιγιαλίτιδας ζώνης (άρθρο 3).
Η Τουρκία είχε υποστηρίξει ότι:
α. Δεν επρόκειτο περί εθιμικού κανόνα του διεθνούς δικαίου.
β. Η εφαρμογή σε θάλασσες όπως αυτή του Αιγαίου, που είναι κλειστές ή ημίκλειστες, θα συνιστούσε κατάχρηση δικαιώματος και θα τη μετέτρεπε σε «ελληνική λίμνη».
γ. Σε κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες πρέπει να υπάρχει προηγούμενη συγκατάθεση των όμορων παράκτιων κρατών για τυχόν επέκταση των χωρικών υδάτων.
Οι τουρκικές απόψεις δεν έγιναν δεκτές από τη Συνδιάσκεψη.
• Η επανάληψη του εθιμικού κανόνα της οριοθετήσεως της αιγιαλίτιδας ζώνης με βάση τη μέση γραμμή/γραμμή ίσης αποστάσεως (άρθρο 15).
Η Τουρκία είχε προτείνει την αντικατάσταση του συγκεκριμένου κανόνα με την αρχή της ευθυδικίας, κατ’ αναλογίαν προς όσα ζητούσε με την υφαλοκρηπίδα.
• Ο ορισμός του νησιού, ο οποίος είναι ενιαίος για όλες τις κατηγορίες νησιωτικών μορφωμάτων (άρθρο 121).
Η Τουρκία είχε προτείνει διαφοροποιήσεις αναλόγως του μεγέθους, του πληθυσμού ενός νησιού, ακόμη και του ποσοστού που αυτό κατέχει επί του συνολικού εδάφους ή του πληθυσμού ενός κράτους.
• Η θέσπιση γενικού κανόνα που ορίζει ότι τα νησιά (πλην βράχων) δικαιούνται όλων των θαλασσίων ζωνών, δηλαδή αιγιαλίτιδας ζώνης, συνορεύουσας ζώνης, υφαλοκρηπίδας και αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (άρθρο 121).
Η Τουρκία υποστήριζε ότι το συγκεκριμένο δικαίωμα ήταν άμεσα εξαρτημένο από την εφαρμογή της αρχής της ευθυδικίας, που θα ελάμβανε, μεταξύ άλλων, υπόψη τη γεωγραφική θέση του νησιού εν σχέσει προς το ηπειρωτικό έδαφος του κράτους.
• Το γεγονός ότι η σύμβαση απαγόρευε τις επιφυλάξεις ή τις κεκαλυμμένες επιφυλάξεις (άρθρο 309).
Η συγκεκριμένη απαγόρευση είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορεί η Τουρκία να υπογράψει τη σύμβαση, θέτοντας παράλληλα ρήτρα ότι δεν θα δεσμευόταν από κάποια άρθρα που την ενοχλούσαν.
ε. Η εξέλιξη της νομολογίας μετά το 1974
Από το 1969, οπότε δικάσθηκε για πρώτη φορά διεθνώς υπόθεση με αντικείμενο την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας, έχει υπάρξει πλούσια νομολογία από διεθνή δικαστήρια. Τα βασικά στοιχεία της είναι τα ακόλουθα:
• Προτάχθηκε το κριτήριο της αποστάσεως: Η έννοια της φυσικής προεκτάσεως και των γεωμορφολογικών ή γεωλογικών χαρακτηριστικών της υφαλοκρηπίδας εξαφανίστηκε. Σε αποστάσεις μέχρι 200 μίλια από τις ακτές υπερισχύει το κριτήριο της αποστάσεως.
• Επανεμφάνιση της μέσης γραμμής/γραμμής ίσης αποστάσεως: Εν αντιθέσει προς τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, ο κανόνας της μέσης γραμμής/γραμμής ίσης αποστάσεως επηρεάζει με καταλυτικό τρόπο την κρίση των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων. Για την ακρίβεια, το πρώτο στάδιο της δικαστικής οριοθετήσεως είναι η προσωρινή χάραξη του ορίου βάσει της μέσης γραμμής/γραμμής ίσης αποστάσεως, που είναι μια απλή και εύκολη διαδικασία. Στη συνέχεια, η προσωρινή οριοθετική γραμμή εξετάζεται βάσει των «σχετικών περιστάσεων» (relevant circumstances) που επικρατούν σε μια περιοχή.
• «Σχετικές περιστάσεις»: Ακολούθως λαμβάνονται υπόψη διάφορα κριτήρια που ονομάσθηκαν «σχετικές περιστάσεις» της υπό οριοθέτηση περιοχής. Στις σχετικές περιστάσεις περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων γεωγραφικά στοιχεία, η αλιεία, η ναυσιπλοΐα, η ύπαρξη γεωτρήσεων πετρελαίου, περιβαλλοντικοί παράγοντες κ.λπ. Το περιεχόμενο των «σχετικών περιστάσεων» είναι ευρύτερο από το περιεχόμενο των «ειδικών περιστάσεων» του άρθρου 6 της Συμβάσεως της Γενεύης.
• Εφαρμογή των «δικαίων αρχών»: Η εξέταση των «σχετικών περιστάσεων» γίνεται από τα δικαστήρια επί τη βάσει «δικαίων αρχών» (ή «αρχών της ευθυδικίας» – equitable principles). Με την εξαίρεση της αναλογικότητας (εξηγείται αναλυτικά κατωτέρω), που εμφανίζεται σταθερά, η εφαρμογή των λοιπών «δικαίων αρχών» παραμένει προβληματική. Οι κατάλογοι με τις «δίκαιες αρχές» που προσπαθεί κατά καιρούς να απαριθμήσει το Διεθνές Δικαστήριο δεν έχουν κάποια προτεραιότητα μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι άλλες «δίκαιες αρχές» λαμβάνονται υπόψη στη μία υπόθεση και άλλες στην άλλη.
• Αναλογικότητα: Η πιο διαμορφωμένη από αυτές τις «δίκαιες αρχές» είναι η αναλογικότητα, δηλαδή η «λογική σχέση αναλογίας μεταξύ της εκτάσεως της υφαλοκρηπίδας που ανήκει στα ενδιαφερόμενα κράτη και του μήκους των αντίστοιχων ακτών τους». Ουσιαστικά, μετά τη χάραξη της προσωρινής οροθετικής γραμμής και την τυχόν διόρθωσή της βάσει των σχετικών περιστάσεων, εφαρμόζουν το κριτήριο της αναλογικότητας. Διαπιστώνουν, δηλαδή, εάν υπάρχει μεγάλη δυσαναλογία ανάμεσα στις περιοχές της υφαλοκρηπίδας που παίρνει ένα κράτος και στο μήκος των ακτών του. Η εκτίμηση του βαθμού δυσαναλογίας διαφέρει από υπόθεση σε υπόθεση. Συμπερασματικά, δεν μπορεί να προβλεφθεί με σχετική ασφάλεια η απόφαση διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων. Κάθε υπόθεση εμφανίζεται ως μια μοναδική περίπτωση, ενώ δεν είναι σίγουρα τα κριτήρια που θα ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο.
στ. Οι θέσεις Ελλάδος-Τουρκίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας
Οι εξελίξεις στο συμβατικό και εθιμικό διεθνές δίκαιο της θάλασσας, αλλά και στη νομολογία, κινήθηκαν σε γενικές γραμμές προς την κατεύθυνση των ελληνικών θέσεων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι ελληνικές θέσεις να παραμένουν σε γενικές γραμμές στο ίδιο πνεύμα των διακοινώσεων της περιόδου 1974-76. Αντιθέτως, η τουρκική επιχειρηματολογία επηρεάστηκε πιο πολύ από τις εξελίξεις. Σταδιακά η Τουρκία εγκατέλειψε τα επιχειρήματα της «φυσικής προεκτάσεως» της Ανατολίας, που αντιμετώπιζαν τα ελληνικά νησιά ως απλές εξάρσεις της τουρκικής υφαλοκρηπίδας.
Επικεντρώθηκε περισσότερο στην ευθυδικία, σε συνδυασμό με τις ειδικές συνθήκες που (υποτίθεται ότι) επικρατούν στο Αιγαίο λόγω του ημίκλειστου χαρακτήρα της θάλασσας. Επομένως, η οριοθέτηση θα γίνει με συμφωνία επί τη βάσει των ηπειρωτικών ακτών των δύο χωρών. Το αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγει η Τουρκία με τη νέα επιχειρηματολογία της είναι εν τέλει το ίδιο: τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου δεν δικαιούνται υφαλοκρηπίδα. Περίπου τα ίδια λέει από το 2011 και για την υφαλοκρηπίδα της Ανατολικής Μεσογείου.
i. Οι ελληνικές θέσεις για την υφαλοκρηπίδα
Η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει την εγκυρότητα των τουρκικών αποφάσεων, καθότι θεωρεί ότι καλύπτουν και περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Πιο συγκεκριμένα:
• Οι τουρκικές διεκδικήσεις που εκτείνονται περίπου έως τη μέση του Αιγαίου δεν λαμβάνουν υπόψη τους την παρουσία των ελληνικών νησιών στην περιοχή.
• Τα ελληνικά νησιά έχουν τα ίδια δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας, όπως και οι ηπειρωτικές ακτές. Αυτό αναφέρεται και στη Σύμβαση της Γενεύης (1958) και στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982). Λόγω της υπάρξεως εκτεταμένων αλυσίδων ελληνικών νησιών που εκτείνονται σε όλο το Αιγαίο, το μέγιστο μέρος της υφαλοκρηπίδας του ανήκει στην Ελλάδα.
Επιπλέον, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου σχηματίζουν αλυσίδα καθ’ όλο σχεδόν το μήκος των μικρασιατικών ακτών. Κατ’ ακολουθίαν, η υφαλοκρηπίδα των ελληνικών νησιών εμποδίζει την υφαλοκρηπίδα των τουρκικών ηπειρωτικών ακτών να επεκταθεί έως τη μέση της θαλάσσιας περιοχής του Αιγαίου, περιορίζοντάς τη σε γενικές γραμμές σε μια ζώνη κατά μήκος των ακτών της Μικράς Ασίας.
• Η Ελλάδα είχε ήδη ασκήσει από το 1959-61 το δικαίωμά της να εξερευνήσει την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, εκχωρώντας σχετικές άδειες σε ξένες εταιρείες.
• Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή της μέσης γραμμής/γραμμής ίσης αποστάσεως, σύμφωνα με τη θεωρία και την πρακτική του διεθνούς δικαίου. Η οριοθέτηση θα πρέπει να γίνει με βάση τις ακτογραμμές της Μικράς Ασίας από την τουρκική πλευρά και τις ανατολικές ακτές των ανατολικών ελληνικών νησιών του Αιγαίου από την πλευρά της Ελλάδος.
ii. Οι τουρκικές θέσεις για την υφαλοκρηπίδα
Η Τουρκία το 1974 θεωρούσε ότι ίσχυαν τα ακόλουθα ως προς την υφαλοκρηπίδα:
• Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ο κανόνας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ δύο κρατών δεν είναι η αρχή της ίσης αποστάσεως, αλλά η συμφωνία μεταξύ τους.
• Η μορφολογία του βυθού της θάλασσας στο Αιγαίο δημιουργεί τα τουρκικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας. Καθ’ όλο το μήκος των μικρασιατικών ακτών βρίσκονται υποθαλάσσιες αβαθείς εκτάσεις οι οποίες αποτελούν τη φυσική προέκταση της Ανατολίας και συνεπώς την ηπειρωτική της υφαλοκρηπίδα. Τα ελληνικά νησιά που βρίσκονται κοντά στις μικρασιατικές ακτές δεν έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα. Αποτελούν απλές «προεξοχές» του βυθού και επικάθονται τουρκικής υφαλοκρηπίδας (τουρκική άποψη μέχρι και τη δεκαετία του 1980).
• Το διεθνές δίκαιο και η πρακτική μεταξύ των κρατών για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας δεν αποδίδουν ίση αξία σε όλα τα νησιά, αλλά λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά και η θέση τους. Ειδικότερα, η περίπτωση του Αιγαίου αποτελεί τυπικό παράδειγμα «σχετικών περιστάσεων», όπου πρέπει να ληφθούν υπόψη ο ημίκλειστος χαρακτήρας της θάλασσας, αλλά και τα «σπουδαία και ιστορικά τουρκικά συμφέροντα» στην περιοχή. Επιπλέον, τυχόν αναγνώριση υφαλοκρηπίδας στα νησιά θα στερούσε τα παράλια της δυτικής Μικράς Ασίας από σημαντικές πηγές για την ανάπτυξή τους. Επομένως, η οριοθέτηση θα γίνει με συμφωνία επί τη βάσει των ηπειρωτικών ακτών των δύο χωρών. Το αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγει η Τουρκία με τη νέα επιχειρηματολογία της είναι εν τέλει το ίδιο: τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου δεν δικαιούνται υφαλοκρηπίδα.
ζ. Το Πρακτικό της Βέρνης (1976)
Το 1976, οι δύο χώρες έφτασαν στο χείλος του πολέμου εξαιτίας της αποστολής του πλοίου «Σισμίκ». Το Συμβούλιο Ασφαλείας με το Ψήφισμα 395/1976 κάλεσε τις δύο πλευρές να επιλύσουν τα προβλήματά τους με διάλογο. Τον Νοέμβριο του 1976 υπεγράφη στη Βέρνη το «πρακτικό επί της ακολουθητέας διαδικασίας διά την οριοθέτησιν της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας», γνωστό και ως «Πρακτικό της Βέρνης». Το πρακτικό καθιέρωνε το πλαίσιο στο οποίο θα μπορούσαν να κινηθούν οι συνομιλίες μεταξύ των δύο χωρών. Η Ελλάδα επέλεξε αυτή τη διαδικασία διότι το μείζον εκείνη την εποχή ήταν να μην υπάρξουν εμπόδια στην ενταξιακή πορεία της χώρας προς την ΕΟΚ.
Με το πρακτικό η Τουρκία αποδεχόταν εμμέσως ότι η διαφορά είχε νομικό χαρακτήρα, διότι οι δύο πλευρές συμφωνούσαν να μελετήσουν την πρακτική των κρατών και τους διεθνείς κανόνες οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδας. Η ελληνική πλευρά αντιστοίχως αποδεχόταν την επανέναρξη απευθείας διαπραγματεύσεων για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε σχετικώς με το πρακτικό εντοπίστηκε στην παράγραφο 6. Τα σημεία διαφωνίας ήσαν δύο. Το πρώτο αναφερόταν στο χρονικό όριο αποχής από τις έρευνες επί της υφαλοκρηπίδας. Το δεύτερο σημείο αφορούσε τη γεωγραφική περιοχή που κάλυπτε το πρακτικό.
i. Το χρονικό όριο
Ως προς το χρονικό όριο αποχής από τις έρευνες επί της υφαλοκρηπίδας, η τουρκική πλευρά υποστηρίζει ότι το πρακτικό εξακολουθεί να παραμένει εν ισχύι διαρκώς από το 1976 και εντεύθεν. Αντιθέτως, η Ελλάδα ισχυρίζεται ότι το Πρακτικό της Βέρνης ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τις συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις, οι οποίες διεκόπησαν το 1980 με τουρκική υπαιτιότητα. Επομένως, το πρακτικό έπαψε να ισχύει μετά το 1980. Είναι γεγονός ότι το Πρακτικό της Βέρνης δεν αναφέρει ρητώς τη χρονική διάρκειά του. Όταν ο διάλογος μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας πρακτικώς διεκόπη το 1980, η Ελλάδα θα έπρεπε ρητώς να καταγγείλει το πρακτικό ή να αποχωρήσει από αυτό. Οι πρώτες αναφορές της ελληνικής πλευράς περί καταγγελίας ή αποχωρήσεως από το Πρακτικό της Βέρνης ξεκινούν από τον Μάρτιο του 1982.
Το 1986, αποστέλλεται σχετική ρηματική διακοίνωση στην τουρκική πλευρά. Τον Μάρτιο του 1987, η Ελλάδα δηλώνει ρητώς ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας ότι το Πρακτικό της Βέρνης είναι παρωχημένο και ανενεργό (obsolete and inoperative). Επομένως, σε έσχατη περίπτωση, το Πρακτικό της Βέρνης έπαυσε να ισχύει δώδεκα μήνες μετά, δηλαδή από τον Μάρτιο του 1988.
ii. Η γεωγραφική περιοχή που καλύπτει το πρακτικό
Ως προς τη γεωγραφική περιοχή, οι θέσεις των δύο πλευρών κατά τη διαπραγμάτευση στη Βέρνη ήσαν διαφορετικές. Η ελληνική πλευρά περιόριζε τις περιοχές προς οριοθέτηση ανάμεσα στις ανατολικές ακτές των νησιών του Αιγαίου και στις απέναντι μικρασιατικές ακτές. Αντιθέτως, η τουρκική πλευρά επιθυμούσε να περιληφθούν όλες οι περιοχές τις οποίες διεκδικούσε με βάση τις εκχωρήσεις στις οποίες είχε προβεί προς την τουρκική εταιρεία πετρελαίου την 1η Νοεμβρίου 1973 και την 18η Ιουλίου 1974. Μπροστά στο διαφαινόμενο αδιέξοδο, συμφωνήθηκε να χρησιμοποιηθεί ένας ουδέτερος όρος ο οποίος θα έδινε τη δυνατότητα στην κάθε πλευρά να το ερμηνεύσει κατά το δοκούν. Το τελικό κείμενο αναφέρεται γενικώς στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, χωρίς να κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε αμφισβητούμενες και άλλες περιοχές.
iii. Το Πρακτικό της Βέρνης σήμερα
Η Τουρκία επιμένει στη θέση ότι το Πρακτικό της Βέρνης είναι ακόμη εν ισχύι. Το πρόβλημα δεν είναι οι ισχυρισμοί της Τουρκίας, αλλά ο τρόπος χειρισμού του πρακτικού από την ελληνική πλευρά. Ενώ από πλευράς ρητορικής (και νομικής) η Ελλάδα το είχε καταγγείλει, στην πράξη το σεβάσθηκε. Με κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις στις αρχές της δεκαετίας του 1980, απέφυγε με επιμέλεια να προβεί σε έρευνες πέραν των χωρικών της υδάτων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επί δεκαετίες αναστολή ασκήσεως οποιουδήποτε δικαιώματος έρευνας και εκμεταλλεύσεως της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου.
η. Η ανταλλαγή μηνυμάτων Παπανδρέου - Οζάλ (1988)
Η δεύτερη φορά που Ελλάδα και Τουρκία έφτασαν στα πρόθυρα του πολέμου λόγω της υφαλοκρηπίδας ήταν τον Μάρτιο του 1987. Κατά το αμέσως επόμενο της κρίσεως χρονικό διάστημα, οι πρωθυπουργοί Ελλάδος και Τουρκίας αποκατέστησαν απευθείας επαφή μέσω της ανταλλαγής έξι μηνυμάτων υπό τη μορφή σημείων παρεμβάσεως (talking points). Οι δύο χώρες συμφώνησαν ότι θα έπρεπε να ξεκινήσουν άμεσα διμερείς διαπραγματεύσεις. Βασικό σημείο διαφοροποιήσεως από την τουρκική προσέγγιση ήταν η εμπλοκή του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Η Ελλάδα πρότεινε αρχικώς η διαπραγμάτευση να αφορά αποκλειστικώς τη σύνταξη του συνυποσχετικού για παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο.
Ακολούθως, αποδέχθηκε να υπάρξει διαπραγμάτευση επί της ουσίας που, εάν δεν τελεσφορούσε, θα είχε ως επακόλουθο την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Τελικώς, δεν επήλθε συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών σε αυτό το σημείο. Βασικό ζητούμενο της τουρκικής πλευράς ήταν η επιβεβαίωση της αποχής από δραστηριότητες και ενέργειες επί της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Η Ελλάδα αποδέχθηκε αυτή τη λογική, αλλά προσπάθησε να τη διευρύνει με ένα γενικότερο μορατόριουμ αποχής των δύο πλευρών από οποιαδήποτε ενέργεια ή δήλωση που θα ήταν αρνητική για τις διμερείς σχέσεις. Η Τουρκία συμφωνούσε με το μορατόριουμ, αλλά επέμεινε να υπάρξει ρητή αναφορά για αποχή από δραστηριότητες επί της υφαλοκρηπίδας. Αν και οι δύο χώρες έφθασαν κοντά στη συμφωνία επί του θέματος, η συμφωνία δεν ολοκληρώθηκε.
Σε όλα τα μηνύματα η ελληνική πλευρά απέφυγε συστηματικά οποιαδήποτε αναφορά στο Πρακτικό της Βέρνης. Επίσης, τόνισε ότι οποιαδήποτε αποχή από ενέργειες επί της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου θα συνδεόταν αποκλειστικά με τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών και θα περιοριζόταν στην περίοδο που αυτές θα διαρκούσαν. Μετά την κρίση του Μαρτίου του 1987, η Τουρκία ανέλαβε την αποφυγή προκλητικών ενεργειών επί της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου στον βαθμό που και η Ελλάδα θα απείχε από ανάλογες κινήσεις. Αυτό όμως δεν ήταν αντικείμενο διμερούς συμφωνίας, αλλά η τουρκική θέση επί του θέματος όπως τη διατύπωσε ο Οζάλ.
Σε βάθος χρόνου, η επιλογή της Τουρκίας να αποφύγει προκλητικές ενέργειες επί της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου εφόσον και η Ελλάδα απείχε από ανάλογες κινήσεις είχε πολύ πιο σοβαρές συνέπειες. Η Ελλάδα αποδέχθηκε εν τοις πράγμασι αυτή την κατάσταση χωρίς να έχει σχετική νομική υποχρέωση. Το μεν Πρακτικό της Βέρνης του 1976 είχε πάψει να ισχύει, ενώ με την ανταλλαγή μηνυμάτων το 1987 δεν ανελήφθη κάποια σχετική υποχρέωση. Η αποχή από οιαδήποτε δραστηριότητα σε ολόκληρο τον χώρο του Αιγαίου (είτε ήταν αμφισβητούμενη περιοχή έξω από τη Λέσβο είτε περιοχή παντελώς εκτός τουρκικών διεκδικήσεων έξω από τον Θερμαϊκό) δημιούργησε μια de facto κατάσταση εξαιρετικά ευνοϊκή για την Τουρκία και δυσμενή για την Ελλάδα. Η ελληνική πλευρά με την πρακτική της επιβεβαίωσε ότι τα πράγματα παρέμεναν «παγωμένα» στο Αιγαίο, όπως είχαν από τη δεκαετία του 1970.
θ. Δικαστική επίλυση;
Το θέμα της οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδας είναι το μοναδικό που η ελληνική πλευρά θεωρεί ως εκκρεμές ζήτημα μεταξύ των δύο χωρών. Εκτός από τις θέσεις των δύο πλευρών που προαναφέρθηκαν, τα δεδομένα έχουν ως ακολούθως:
• Κατά τη διαχείριση της κρίσεως του «Σισμίκ», το καλοκαίρι του 1976, διαπιστώθηκε ότι η μεν Τουρκία δεν θα συναινούσε σε δικαστική επίλυση του ζητήματος, η δε δικαστική διευθέτηση του δεν ήταν εφικτή με μονομερή ελληνική προσφυγή.
• Η νομολογία των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων ξεκίνησε το 1969 αρνητικά για την Ελλάδα με την υπόθεση της Βόρειας Θάλασσας. Έκτοτε κλίνει σαφώς υπέρ των ελληνικών θέσεων, χωρίς όμως να μπορεί να προβλεφθεί με σχετική ασφάλεια το αποτέλεσμα της δικανικής κρίσεως.
• Κατά καιρούς οι ελληνικές (αλλά και κάποιες τουρκικές) κυβερνήσεις έχουν δείξει ότι θα προτιμούσαν να εμφανίσουν στην κοινή γνώμη των χωρών τους την οριοθέτηση ως αποτέλεσμα δικαστικής αποφάσεως. Το δικαιοδοτικό όργανο θα είχε εμμέσως καθοδηγεί ως προς το τελικό αποτέλεσμα είτε από το κείμενο του συνυποσχετικού με το οποίο θα γινόταν η παραπομπή είτε από τις γενικότερες συνθήκες (π.χ. μετά από περιορισμένη επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων). Με αυτόν τον τρόπο θα μειωνόταν το πολιτικό κόστος και για τις δύο κυβερνήσεις, χωρίς παράλληλα να αφήνονται τα πράγματα στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.
• Το πρόβλημα περιπλέκεται από το γεγονός ότι η Τουρκία διασυνδέει από το 1996 το θέμα της οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδας με τις γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο. Αυτό σημαίνει ότι το δικαιοδοτικό όργανο που θα κληθεί να οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα μπορεί να αντιμετωπίσει ως πρώτο ερώτημα την κυριαρχία επί των ελληνικών νησιών του Αιγαίου. [Το είδαμε εδώ]